- αμετροποτης
- ἀμετροπότηςἀμετρο-πότης2безмерно пьющий
(λαιμός Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λαιμός Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμετροπότης — ο (Μ ἀμετροπότης) αυτός που πίνει άμετρα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + πότης. ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροποσία] … Dictionary of Greek
ἀμετροπόται — ἀμετροπότης drinking to excess masc nom/voc pl ἀμετροπότᾱͅ , ἀμετροπότης drinking to excess masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροπότην — ἀμετροπότης drinking to excess masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… … Dictionary of Greek
αμετροποσία — η [αμετροπότης] το να πίνει κανείς χωρίς μέτρο κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη, κατάχρηση στο πιοτό … Dictionary of Greek